- τελωνοφυλακή
- η, Νυπηρεσία τής οποίας έργο είναι η εξασφάλιση τών τελωνειακών δικαιωμάτων και η δίωξη τού λαθρεμπορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης / τελωνείο + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελωνοφυλακή — η δημόσια υπηρεσία για την εξασφάλιση των τελωνειακών δασμών και τη δίωξη του λαθρεμπορίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek